ἐρισφάραγος

ἐρισφάραγος
ἐρισφάραγος
loud-roaring
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ερισφάραγος — ἐρισφάραγος, ον (Α) (για τον Ποσειδώνα και τον Δία) αυτός που ηχεί δυνατά, ο μεγαλόφωνος («Ζηνὸς ἐρισφαράγου», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + σφάραργος (< σφαραγούμαι «σφριγώ») (πρβλ. ερισπάραγος)] …   Dictionary of Greek

  • ἐρισφάραγον — ἐρισφάραγος loud roaring masc/fem acc sg ἐρισφάραγος loud roaring neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρισφαράγου — ἐρισφάραγος loud roaring masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρισφαράγους — ἐρισφάραγος loud roaring masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… …   Dictionary of Greek

  • ερισμάραγος — ἐρισμάραγος, ον (Α) 1. (για τον Δία) αυτός που βροντά ηχηρά («ἐρισμαράγοιο Διός», Ησίοδ.) 2. (για την αστραπή) («ἐρισμάραγος ἀστραπή», Λουκιαν.) 3. γεν. αυτός που ηχεί δυνατά («ἐρισμάραγος θάλασσα», Μουσαί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) +… …   Dictionary of Greek

  • σφάραγος — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «βρόγχος, τράχηλος, λαιμός, ψόφος» 2. φάρυγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σφάραγος με σημ. «ψόφος» συνδέεται με το ρ. σφαραγοῦμαι* και έχει σχηματιστεί μτγν. πιθ. από το σύνθ. σε σφάραγος (πρβλ. ασφάραγος (II), ἐρισφάραγος), κατά το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”